H κοινωνική ανθρωπολογία και η ψυχανάλυση, οι νεώτερες ίσως
από τις Επιστήμες του Ανθρώπου, είναι δημιουργήματα του εικοστού αιώνα.
Η περιπετειώδης εξέλιξη καθεμίας τους έχει πολλαπλασιάσει απεριόριστα
τα πεδία εφαρμογής τους και μας έχει εφοδιάσει με αναλυτικά εργαλεία
εξαιρετικής λεπτότητας για την κατανόηση όλο και περισσότερων όψεων της
ανθρώπινης πραγματικότητας. Αναπόφευκτη όσο μπορεί κάποιος να μαντέψει,
μια μεταξύ τους συνομιλία ξεκίνησε νωρίς. Κατ’ αρχάς, η ίδια η ραγδαία
ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών, ήδη στο πρώτο τέταρτο του εικοστού
αιώνα, έθεσε ένα οξύ επιστημολογικό πρόβλημα: πώς μπορούμε να συλλάβουμε
μια κοινωνική ολότητα, όχι σαν έναν ομοιογενή και μονολιθικό
«μηχανισμό» αλλά ως προϊόν της περίπλοκης αλληλόδρασης μεταξύ ζωντανών και συγκεκριμένων ατόμων, προικισμένων με αξιοσημείωτες δυνατότητες αυτοκαθορισμού; Με άλλα λόγια, πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε έναν συγκεκριμένο κοινωνιοπολιτισμικό κόσμο στις πιο λεπτές, «υποκειμενικές» του εκφάνσεις; Και αυτό το ερώτημα κατά κάποιον τρόπο συνεπισύρει
το αντίστροφο, και συμπληρωματικό του: πώς μπορούμε να κατανοήσουμε το
«άτομο» σαν μια ψυχοβιολογική ενότητα η οποία φέρει ήδη ανεξίτηλα μέσα
της τη σφραγίδα του ιδιάζοντος ιστορικού και κοινωνικού της
περιβάλλοντος, δηλαδή, του πολιτισμού της;
Το σχέδιο μιας ψυχαναλυτικής ερμηνείας του πολιτισμού ξεκινάει με τον ίδιο τον Φρόυντ. Ήδη στο Τοτέμ και ταμπού (1913) γίνεται έκδηλη η προσπάθεια του Φρόυντ να εφαρμόσει τη μέθοδο που επινόησε για την κατανόηση του ατομικού ψυχισμού ––με χονδροειδή και αναγωγικό τρόπο, είναι αλήθεια–– στο σύνολο της ανθρώπινης κοινωνίας, αξιοποιώντας ευφάνταστα για τον σκοπό του πολλή από την ανθρωπολογική σκέψη της εποχής (το έργο του Frazer και του Robertson Smith, για παράδειγμα). Επειδή όμως ο πολιτισμός δεν είναι απλή αντανάκλαση της ανθρώπινης «ψυχής», που η ακτινογράφησή της προϋποθέτει ήδη πολλές εξειδικευμένες αναλύσεις του πολιτισμού, οι ανθρωπολόγοι αντιμετώπισαν συγκαταβατικά το έργο του και παρέμειναν καχύποπτοι απέναντι στις ψυχαναλυτικές ερμηνείες των εμπειρικών τους δεδομένων.
Παραδόξως, πάντως, οι ανθρωπολόγοι έμελλε να είναι από τους πρώτους που θα εκλαΐκευαν ορισμένες ιδέες του Φρόυντ. Και πρώτα πρώτα ο Bronislaw Kasper Malinowski, στις προδρομικές επιτόπιες έρευνές του στα νησιά Τρόμπριαν
του Ειρηνικού, θα ενσωμάτωνε μια ορισμένη, κάπως απλουστευμένη εκδοχή
της ψυχανάλυσης στον περιγραφικό του λειτουργισμό, ιδίως εκεί που
αναδείκνυε συγκρούσεις ανάμεσα σε πολιτισμικές απαιτήσεις και
ψυχοβιολογικούς παράγοντες. Η προσπάθειά του να αναιρέσει την
οικουμενικότητα του Οιδιποδείου συνέβαλε πολύ στη διάδοση της ίδιας τής έννοιας, και οι Τροβριανδοί του έγιναν το σύμβολο μιας σεξουαλικής επιτρεπτικότητας
την οποία πολλοί θεωρούσαν ότι ευαγγελίζονται οι θεωρίες του Φρόυντ
(ενδεικτική είναι η ερμηνεία στην οποία υπέβαλε τα δεδομένα του ο Wilhelm Reich1).
Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στην Αμερική, περίπου την ίδια
εποχή ή λίγο αργότερα, γίνεται μία ακόμα σοβαρότερη προσπάθεια να
γεφυρωθεί η ψυχανάλυση με την ανθρωπολογία στο έργο τής λεγόμενης κουλτουραλιστικής σχολής – το έργο της Margaret Mead, της Ruth Benedict, του Abram Kardiner και του Ralph Linton. Στις κλασικές μελέτες αυτής της σχολής για τον «εθνοτικό
χαρακτήρα», την «αντιπροσωπευτική» κοινωνική προσωπικότητα, κλπ.
αναπτύχθηκε μια τάση να συλλαμβάνονται και να κατανοούνται οι πολιτισμοί
ως οιονεί προσωπικότητες, και να περιγράφονται αντιστοίχως με
ψυχολογικούς όρους. Παρά τις ενστάσεις που ευλόγως εγέρθηκαν για τη
νομιμότητα μιας τέτοιας ερμηνείας, το έργο ιδίως της Margaret Mead εξοικείωσε ένα ευρύτερο κοινό με ψυχαναλυτικές έννοιες και έστρεψε το ενδιαφέρον στη διαμόρφωση των έμφυλων ταυτοτήτων και στις πρακτικές ανατροφής των παιδιών ως κλειδιά για την κατανόηση των πολιτισμικών προτύπων.
Επίσης από τον ίδιο τον χώρο της ψυχανάλυσης, και μάλιστα
από την πρώτη γενιά των μαθητών του Φρόυντ, έγιναν νωρίς απόπειρες
οικειοποίησης του ανθρωπολογικού ρεπερτορίου: χαρακτηριστικό παράδειγμα
οι εξορμήσεις του Otto Rank στις μυθολογίες των λαών. Ήταν όμως ο Géza Róheim (1891-1953), ο ουγγροεβραίος μαθητής τού Sándor Ferenczi,
εκείνος που πρώτος θα εξασφάλιζε τα τυπικά διαπιστευτήρια και των δύο
επιστημών, αναγόμενος κατά κάποιον τρόπο σε ιδρυτική μορφή της εθνοψυχανάλυσης: το 1919
ανακηρύχθηκε πρώτος καθηγητής της ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της
Βουδαπέστης, και μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας της ίδιας πόλης.
Πρόσφυγας στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1939, εγκαταστάθηκε οριστικά
στη Νέα Υόρκη και έκανε εκτεταμένες επιτόπιες έρευνες στην Κεντρική
Αυστραλία (ήδη από το 1929, πριν την αποδημία του: εργασία που προκάλεσε
τεράστιο ενδιαφέρον στους ψυχαναλυτικούς κύκλους και χρησιμοποιήθηκε ως
υποστήριξη του Ernst Jones στην αντιπαράθεσή του με τον Malinowski σχετικά με την ύπαρξη Οιδιποδείου συμπλέγματος σε μητρογραμμικές κοινωνίες), στη Μελανησία, τους αυτόχθονες της Βορείου Αμερικής και το Κέρας της Αφρικής.
O όρος «εθνοψυχανάλυση» σήμερα φέρνει κυρίως ένα όνομα στο μυαλό μας: Georges Devereux. Πράγματι, αν τα ονόματα εθνοψυχιατρική και/ή εθνοψυχανάλυση αντιπροσωπεύουν εδραιωμένους πλέον επιστημονικούς κλάδους μεταξύ των Επιστημών του Ανθρώπου, με τον δικό τους εννοιακό και μεθοδολογικό εξοπλισμό και με υψηλές αξιώσεις επιστημολογικού κύρους, αυτό οφείλεται προπαντός στο έργο ενός άλλου Ουγγροεβραίου, που είπαν ότι στάθηκε για την εθνοψυχανάλυση ό,τι ο Claude Lévi-Strauss για την ανθρωπολογία. Γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1908 στην Τρανσυλβανία, μέρος τότε της Αυστρουγγρικής Αυτοκρατορίας, με το όνομα György Dobó.
Η μητέρα του ήταν γερμανικής καταγωγής. Σε ηλικία 18 χρονών, μετά την
αυτοκτονία του αδελφού του, εγκαταλείποντας λόγω ενός τραυματισμού την
προοπτική να γίνει πιανίστας, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει
χημεία, φυσική και μαθηματικά με την Marie Curie και τον Jean Perrin. Μελετώντας παράλληλα τη μαλαϊκή γλώσσα, θα ανακαλύψει το έργο του Lévy-Bruhl και του Marcel Mauss,
κοντά στον οποίον θα σπουδάσει εντέλει κοινωνική ανθρωπολογία. Το 1933
θα μεταστραφεί (για λόγους ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας) στον Χριστιανισμό
και θα πάρει το όνομα Georges Devereux.
Χάρη σε μια υποτροφία από το Ίδρυμα Ροκφέλερ, θα μπορέσει να
πραγματοποιήσει δύο επιτόπιες έρευνες την ίδια αυτή δεκαετία, με τους
Ινδιάνους Μοχάβε στις ΗΠΑ και με τους Σεντάνγκ Μόι στη Γαλλική Ινδοκίνα. Εντυπωσιασμένος από τη σημασία που έδιναν οι Μοχάβε
στα όνειρα, λέει ο ίδιος, θα αναπτύξει ένα ενδιαφέρον για την
ψυχανάλυση και, μετά την απόκτηση του διδακτορικού του στην κοινωνική
ανθρωπολογία (το 1935 στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνια με
τον Alfred Kroeber),
θα ξεκινήσει την ψυχαναλυτική του εκπαίδευση. Μετά τον πόλεμο (στη
διάρκεια του οποίου υπηρέτησε στον αμερικανικό στρατό), θα εργαστεί ως
ψυχαναλυτής σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα για βετεράνους του πολέμου στην Τοπέκα του Κάνσας καθώς και με παιδιά και εφήβους σε εκπαιδευτικά πλαίσια, ενώ συνεχίζει την εργασία του με τους Μοχάβε· από το 1956 εργάζεται ιδιωτικά ως ψυχαναλυτής στη Νέα Υόρκη. Το 1962, ανταποκρινόμενος σε μια πρόσκληση από τον Lévi-Strauss και τον Roger Bastide να διδάξει εθνοψυχιατρική στην École des hautes études en sciences sociales του
Παρισιού, επέστρεψε στη Γαλλία όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό του, το
1985. Τα τελευταία χρόνια της ζωής επιδόθηκε κυρίως σε αρχαιοελληνικές
μελέτες. Επιθυμία του ήταν η τέφρα του να σκορπιστεί πάνω από την
περιοχή των Μοχάβε.
Το έργο του Georges Devereux είναι τεράστιο. Ανάμεσα στις 400 και πλέον δημοσιεύσεις του, ιδιαίτερα βαρύνουσα θέση κατέχουν τα βιβλία του Πραγματικότητα και όνειρο: η ψυχοθεραπεία ενός Ινδιάνου των Πεδιάδων (1951)· Μια μελέτη της άμβλωσης στις πρωτόγονες κοινωνίες (1955)· Θεραπευτική εκπαίδευση (1956)· Από το άγχος στη μέθοδο στις επιστήμες της συμπεριφοράς (1967)· Δοκίμια γενικής εθνοψυχιατρικής (1970)· Συμπληρωματιστική εθνοψυχανάλυση (1972)· Τα όνειρα στην ελληνική τραγωδία. Μια εθνοψυχαναλυτική μελέτη (1975)· Εθνοψυχιατρική των Μοχάβε και αυτοκτονία (1976)· Γυναίκα και μύθος (1982)· Βαυβώ, το μυθικό αιδοίο
(1983). Στην Ελλάδα, είναι γνωστός από τα δύο τελευταία, που είναι τα
μόνα μεταφρασμένα – και είναι προφανές τί οδήγησε στη συγκεκριμένη
εκδοτική επιλογή, δεδομένου ότι και τα δύο αναφέρονται αποκλειστικά ή
κυρίως στην ελληνική μυθολογία. Όμως όσο σημαντικές κι αν είναι τέτοιες
μονογραφίες, αντιπροσωπεύουν εφαρμογές μιας πρωτότυπης θεωρητικής και
μεθοδολογικής εργασίας που δεν έχει ακόμα εκτεθεί στις βασικές της
αρχές. Αυτό το κενό επιδιώκει να καλύψει η παρούσα έκδοση, επιλέγοντας
ένα μικρό απάνθισμα από τα θεωρητικώς κρισιμότερα δοκίμια που
περιέχονται στις δύο συλλογές Δοκίμια γενικής εθνοψυχιατρικής και Συμπληρωματιστική εθνοψυχανάλυση. Στα δύο αυτά έργα, καθώς και στο λίγο προγενέστερο Από το άγχος στη μέθοδο στις επιστήμες της συμπεριφοράς, συνοψίζεται, πιστεύω, η θεωρητική συμβολή του Georges Devereux.
Το Από το άγχος στη μέθοδο είναι ένα έργο μεθοδολογίας. Βασίζεται στην αξιοποίηση των ψυχαναλυτικών εννοιών της μεταβίβασης/αντιμεταβίβασης για να φωτίσει προβλήματα του ανθρωπολογικού επιτοπίου – αλλά, όπως καταλαβαίνει κανείς, έχουν ποικίλους βαθμούς εφαρμογής σε πολλά είδη επιστημονικού έργου στον βαθμό που προβληματοποιούν ειδικά την υποκειμενική σχέση του ερευνητή με το «αντικείμενό» του… Αν καρδιά τής
ανθρωπολογικής πρακτικής είναι η σχέση ανάμεσα στον παρατηρητή και τον
παρατηρούμενο, το παραδοσιακό αίτημα μιας αξιολογικής και συγκινησιακής
ουδετερότητας εκ μέρους τού παρατηρητή είναι απλώς ανεδαφικό, αδιανόητο:
«αντικειμενική» παρατήρηση δεν υφίσταται, διότι η πράξη της παρατήρησης
είναι μια εμπειρία που τροποποιεί ταυτόχρονα τον παρατηρούμενο και τον
παρατηρητή. Από τη μία πλευρά, οτιδήποτε ο παρατηρητής παρατηρεί είναι
ήδη επηρεασμένο από την πράξη τής
παρατήρησής του, την οποία θα πρέπει να συμπεριλάβει στο κάδρο ως
ουσιώδη συνιστώσα τού «αντικειμένου» που φιλοτεχνεί· από την άλλη
πλευρά, τα μόνα δεδομένα στα οποία έχει άμεση πρόσβαση είναι οι δικές
του αντιδράσεις ––αισθήματα, φόβοι, ανησυχίες, προκαταλήψεις–– κατά την
επαφή με τον παρατηρούμενο, τα οποία αντιπροσωπεύουν το πραγματικό υλικό
που έχει να επεξεργαστεί: όπως ακριβώς στην ψυχαναλυτική πρακτική
εκείνο που έχει ο αναλυτής στα χέρια του είναι όχι μόνο η μεταβίβαση την οποία η παρουσία του προκαλεί στον αναλυόμενο, αλλά και η αντιμεταβίβαση την οποία η πρώτη πυροδοτεί στον ίδιο τον αναλυτή, πρακτικώς αδιαχώριστη από τη μεταβίβαση του αναλυομένου. Έτσι η αντιμεταβίβαση,
που εμπλέκει τις νευρωτικές πτυχές τού ίδιου του αναλυτή και αρχικώς
εθεωρείτο εμπόδιο στην ψυχαναλυτική εργασία, καταλήγει να γίνει το
κρισιμότερο εργαλείο στη διάθεσή του, μέσ’
από την ανάλυση των δικών του αντιδράσεων στη μεταβίβαση του ασθενούς.
Από αυτή την άποψη, κάθε προκατασκευασμένη μέθοδος που ο ερευνητής
εφαρμόζει στο «αντικείμενό» του μπορεί να ερμηνευθεί ως μηχανισμός άμυνας εκ μέρους του απέναντι στο άγχος που του γεννά το αντικείμενο. Για τον Devereux,
η αναγνώριση και η καλώς εννοούμενη μετουσίωση αυτού του άγχους είναι η
μόνη που εγγυάται έγκυρη (και όχι βέβαια «αντικειμενική») γνώση, το
οποίο σημαίνει, ταυτόχρονα, ανάλυση των προκαταλήψεων του ερευνητή στις
συνειδητές όσο και στις ασυνείδητες πτυχές τους.
Σε ένα δοκίμιο που ο Devereux έγραψε το 1972 (προτάσσεται στη συλλογή Συμπληρωματιστική εθνοψυχανάλυση) εκθέτει την οδηγητική αρχή όλου του έργου του, που βασίζεται στην περίφημη αρχή τής κβαντικής φυσικής, την αρχή της συμπληρωματικότητας την οποία διατύπωσε το 1928 ο Δανός φυσικός Niels Bohr (γενικεύοντας την αρχή της απροσδιοριστίας του Werner Heisenberg). Σύμφωνα με τη διατύπωση του ίδιου τού Bohr, «είναι αδύνατη οιαδήποτε απόλυτη διάκριση ανάμεσα στη συμπεριφορά των ατομικών αντικειμένων και την αλληλόδραση
με τα όργανα μέτρησης που χρησιμοποιούμε για να ορίσουμε τις συνθήκες
υπό τις οποίες τα φαινόμενα εμφανίζονται […] Συνεπώς, ενδείξεις που
λαμβάνουμε υπό διαφορετικές πειραματικές συνθήκες δεν μπορούν να
κατανοηθούν μέσα σε μία και την αυτή εικόνα, αλλά πρέπει να θεωρούνται συμπληρωματικές κατά την έννοια ότι μόνο η ολότητα των φαινομένων εξαντλεί τις συνθήκες υπό τις οποίες τα φαινόμενα εμφανίζονται».2 Η σωματιδιακή και η κυματική
εμφάνιση των υποατομικών φαινομένων είναι τέτοιες συμπληρωματικές
––δηλαδή, εναλλακτικές–– όψεις του αυτού φαινομένου· και αυτό πρακτικά
σημαίνει ότι δεν μπορούμε να μετρήσουμε ταυτόχρονα και με την ίδια ακρίβεια τη θέση και την ορμή του ηλεκτρονίου. Εν ολίγοις, αυτό το αξίωμα προτείνει ο Devereux
ως αρχή για την επιστημολογική γεφύρωση κοινωνικής ανθρωπολογίας και
ψυχανάλυσης (που εδώ εκπροσωπούν γενικότερα την κοινωνική και την
ψυχολογική επιστήμη): η κοινωνική και η ψυχολογική εξήγηση κάθε
ανθρώπινου φαινομένου είναι αναπόσπαστες και εξίσου αναγκαίες όψεις του,
αλλά πάντα συμπληρωματικές, ποτέ ταυτόχρονες, όπου καθεμία τους εξαρτάται από το ειδικό επιστημολογικό πλαίσιο της έρευνας και τους ειδικούς σκοπούς τής διεξαγωγής της.
Η υιοθέτηση της συμπληρωματιστικής (complémantariste) αρχής επέτρεψε στον Georges Devereux να ασκήσει κριτική στην αμερικανική κουλτουραλιστική σχολή για το ότι, ακριβώς, συγχέει τα δύο επίπεδα ανάλυσης «ψυχολογικοποιώντας»
αθέμιτα την κοινωνία και τον πολιτισμό. Αξίζει να παρατηρήσει κάποιος
πόσο συγγενής είναι αυτή η μεθοδολογική επιλογή με το θεωρητικό
πρόγραμμα της Σχολής της Φραγκφούρτης, ειδικά σε ό,τι αφορά τη σύνδεση της κοινωνιολογίας με την ψυχανάλυση. Χωρίς να χρησιμοποιεί ρητά την έννοια του συμπληρωματισμού, και επιλέγοντας την κοινωνιολογία μάλλον παρά την κοινωνική ανθρωπολογία ως μοντέλο κοινωνικής επιστήμης, ο Adorno
έδειξε με εντυπωσιακά όμοιο τρόπο την ανάγκη μιας ολοκληρωμένης
ανάλυσης στο πλαίσιο κάθε επιστήμης χωριστά – και από αυτή τη σκοπιά
άσκησε τη συμμετρική κριτική του προς αυτούς που αποκαλεί «φροϋδικούς
αναθεωρητές» (Fromm, Horney, Sullivan,
κ.ά.) για το ότι «κοινωνικοποιούν» αθέμιτα το ασυνείδητο,
συρρικνώνοντας το άτομο σε μια μαριονέτα της οποίας τα νήματα κινεί η
κοινωνία.3
Μία βασική πεποίθηση που τρέφει ο Georges Devereux είναι ότι ο ανθρώπινος ψυχισμός, στο πλήρες φάσμα των δυνατοτήτων του, είναι παντού και πάντα ο ίδιος (όπως ακριβώς για τον Lévi-Strauss οι νοητικές ικανότητες είναι κοινές για όλο το ανθρώπινο είδος). Εκείνο που καθορίζεται ειδικά από τον πολιτισμό είναι το πού ακριβώς θα συρθεί η γραμμή ανάμεσα στο επιτρεπτό και το απαγορευμένο, πράγμα το οποίο θα καθορίσει τί σε αυτόν ειδικά τον πολιτισμό θα εμφανίζεται στο εξής ως
«συνειδητό» και τί ως «ασυνείδητο». Και από εδώ απορρέει ένα θεώρημα που
λέει πως, οτιδήποτε μπορεί να βρεθεί ως ασυνείδητη παρόρμηση/φαντασίωση
στην ανάλυση ενός ασθενούς, θα υπάρχει τουλάχιστον ένας πολιτισμός πάνω
στη γη στον οποίον αυτό θα συνιστά καθιερωμένη πρακτική. Ταυτόχρονα θα
υποστηρίξει, εναντιούμενος αταλάντευτα σε κάθε ανθρωπολογικό σχετικισμό, ότι είναι απαραίτητο να διαθέτουμε ένα απόλυτο κριτήριο της ψυχικής υγείας (που τη βλέπει, σε αντίθεση με ό,τι κοινώς λέμε «προσαρμογή», σαν μια ικανότητα διαρκούς επαναπροσαρμογής σε μεταβαλλόμενες συνθήκες, χωρίς να χάνεται ένα αίσθημα συνέχειας του εαυτού)· χάρη σε ένα τέτοιο κριτήριο, που δεν
είναι πολιτισμικά σχετικό, γίνεται δυνατή κάποιου είδους «μετάφραση»
ανάμεσα στις ποικίλες διαγνωστικές ορολογίες τις οποίες χρησιμοποιούν
διαφορετικοί πολιτισμοί (και προπαντός η θεμελιώδης διάκριση που ο ίδιος
χρησιμοποιεί ανάμεσα στο φυσιολογικό [normal] και το παθολογικό [abnormal]).
Η κατανόηση όλων των παραπάνω πολύπλοκων διαμεσολαβήσεων ανάμεσα στο οικουμενικό και το ιδιοπολιτισμικό (ethnic: το οποίο επίσης αποδίδουμε ως εθνοτικό,
σε καμία περίπτωση όμως ως «εθνικό», διότι ο τελευταίος όρος δηλώνει
νομίμως μόνο τη φαντασιακή ιδεολογία που συνοδεύει το έθνος-κράτος),
επέτρεψε στον Georges Devereux
να καταλάβει νωρίς ––ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1930–– κάτι
ουσιώδες για το μεγάλο και ανεπίλυτο αίνιγμα όλης της σύγχρονης
ψυχιατρικής, το αίνιγμα της σχιζοφρένειας. Προλαμβάνοντας τόσο τις συστημικές έρευνες του Gregory Bateson και των συνεργατών του στη δεκαετία του 1950, όσο και τις ριζοσπαστικές θέσεις της βρετανικής αντιψυχιατρικής (R.D. Laing, D. Cooper) στις δεκαετίες του 1960 και 1970,4 διείδε τις κοινωνικές και επικοινωνιακές ρίζες μιας παθολογίας που ακόμα πολλοί αναζητούν στην ομιχλώδη σφαίρα μιας «psychobiologia phantastica», πράγμα που τον οδήγησε στη διατύπωση μιας τολμηρής θέσης: η σχιζοφρένεια είναι η ιδιοπολιτισμική ψύχωση του δυτικού κόσμου.
Ο δρόμος που άνοιξε ο Georges Devereux έχει οπωσδήποτε συνεχιστές.5 Μέσα στα τελευταία 50 χρόνια, ερευνητές όπως ο G. Bateson, o M.E. Spiro και ο Vincent Crapanzano δεν έπαψαν να πλουτίζουν και να εκλεπτύνουν μεθόδους μιας πολυεπιστημονικής προσέγγισης του πολιτισμού, στην επιτομή κοινωνίας, συμβολικής δραστηριότητας και ψυχοφυσιολογικού οργανισμού. Η λεγόμενη medical anthropology επωφελήθηκε απεριόριστα από αυτές τις μελέτες, και έχει η ίδια αποβεί ένας εξόχως πολυεπιστημονικός
κλάδος που διευρύνει αδιάκοπα τις μεθόδους και τα πεδία εφαρμογής του.
Στη Γαλλία, το έργο του εξακολουθεί να ασκεί επιρροή στον χώρο της
κλινικής ψυχολογίας, και κατεξοχήν στη θεραπεία ψυχικών διαταραχών που
εμφανίζονται σε άτομα από μη δυτικούς πολιτισμούς. Στις ΗΠΑ, μια ανανέωση του ενδιαφέροντος για το έργο τού Devereux σημειώθηκε μέσα στην τελευταία δεκαπενταετία χάρη στους Gilbert Herdt, έναν ανθρωπολόγο, και Robert Stoller, έναν ψυχαναλυτή, που εργάστηκαν από κοινού πάνω στην ερωτική κουλτούρα της Παπούα-Νέας Γουινέας6, δίνοντας στο έργο τους το όνομα της «κλινικής εθνογραφίας».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Wilhelm Reich, Η εισβολή της σεξουαλικής ηθικής, μετ. Μάκης Γαζής (Πύλη: Αθήνα 1981).
2. Niels Bohr, «Discussions with Einstein on Epistemological Problems in Atomic Physics», στο P. Α. Schilpp [επιμ.], Albert Einstein: Philosopher-Scientist (Open Court: Ιλλινόις 1949). σελ. 224.
3. Βλ. ιδίως το άρθρο του T.W. Adorno, «Sociology and Psychology», I-II, New Left Review, I/46 & 47 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1967 και Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1968).
4. Για μία απλώς ενδεικτική παρουσίαση του φάσματος αυτών των προσεγγίσεων, βλ. Bateson, Jackson, Laing, Lidz, Wynne, κ.ά., Σχιζοφρένεια και οικογένεια, μετ. Κλάιρη Τρκεριώτη (Γράμματα: Αθήνα 1978).
5. Ενδεικτικά της διαρκούς επιρροής του είναι τα πρακτικά ενός διεθνούς συμποσίου που έγινε τον Ιούλιο του 1991 στο College de France του Παρισιού με θέμα «Πολιτισμός, Ψυχανάλυση, Ερμηνεία», το πρώτο από τα τέσσερα μέρη τού οποίου ήταν αφιερωμένο στο έργο τού Georges Devereux. Βλ. Suzette Heald & Ariane Deluz [επιμ.], Anthropology and Psychoanalysis: Αn Encounter Through Culture (Routledge: Λονδίνο και Νέα Υόρκη, 1994).
6. Βλ. G. Herd & R. Stoller, Sambia Sexual Cultures. Essays from the Field (University of Chicago Press: Σικάγο & Λονδίνο, 1999).
2. Niels Bohr, «Discussions with Einstein on Epistemological Problems in Atomic Physics», στο P. Α. Schilpp [επιμ.], Albert Einstein: Philosopher-Scientist (Open Court: Ιλλινόις 1949). σελ. 224.
3. Βλ. ιδίως το άρθρο του T.W. Adorno, «Sociology and Psychology», I-II, New Left Review, I/46 & 47 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1967 και Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1968).
4. Για μία απλώς ενδεικτική παρουσίαση του φάσματος αυτών των προσεγγίσεων, βλ. Bateson, Jackson, Laing, Lidz, Wynne, κ.ά., Σχιζοφρένεια και οικογένεια, μετ. Κλάιρη Τρκεριώτη (Γράμματα: Αθήνα 1978).
5. Ενδεικτικά της διαρκούς επιρροής του είναι τα πρακτικά ενός διεθνούς συμποσίου που έγινε τον Ιούλιο του 1991 στο College de France του Παρισιού με θέμα «Πολιτισμός, Ψυχανάλυση, Ερμηνεία», το πρώτο από τα τέσσερα μέρη τού οποίου ήταν αφιερωμένο στο έργο τού Georges Devereux. Βλ. Suzette Heald & Ariane Deluz [επιμ.], Anthropology and Psychoanalysis: Αn Encounter Through Culture (Routledge: Λονδίνο και Νέα Υόρκη, 1994).
6. Βλ. G. Herd & R. Stoller, Sambia Sexual Cultures. Essays from the Field (University of Chicago Press: Σικάγο & Λονδίνο, 1999).
* Εισαγωγή στο βιβλίο Georges Devereux, Δοκίμια εθνοψυχανάλυσης, εισαγ.-μτφ. Φώτης Τερζάκης (Επέκεινα: Τρίκαλα 2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου