Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Φώτης Τερζάκης - Ιατρική/Πολιτική.

Φώτης Τερζάκης, Ιατρική/Πολιτική. Μια ανθρωπολογική-φιλοσοφική ματιά στις αντιμαχόμενες θεραπευτικές προσεγγίσεις στον σύγχρονο κόσμο 

(Αλήστου Μνήμης: Αθήνα 2021)

 


Η συμβολή αυτού του βιβλίου έγκειται στη σπουδαία και σε βάθος δουλειά που έχει κάνει ο Φώτης Τερζάκης σε φιλοσοφικό όσο και σε ιστορικό/ανθρωπολογικό επίπεδο για να αναδείξει —σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης— τα πληθυντικά συστήματα ίασης που υπήρχαν πριν από την ηγεμονική επικράτηση της δυτικής ιατρικής, αλλά και όσα μοντέλα θεραπείας υπάρχουν σήμερα παράλληλα και σε αντίθεση με αυτήν.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης το βιβλίο, όπως μαρτυρεί και ο τίτλος του, καταπιάνεται κυρίως και με τις πολιτικές χρήσεις της επιστημονικής ιατρικής στη Δύση, τοποθετώντας την στα κοινωνικά, ιστορικά, πολιτικά και οικονομικά συμφραζόμενα από τα οποία αυτή διαμορφώνεται, κυρίως από τον δέκατο έβδομο αιώνα κι έπειτα, όχι μόνον ως θεραπευτικό σχήμα αλλά και ως νόρμα: δηλαδή, «ένα κανονικοποιητικό σχήμα των ηθών, των επιθυμιών και των σωμάτων», όπως λέει ο ίδιος. Γι’ αυτό και, χρησιμοποιώντας ως πυξίδες το έργο του Ιβάν Ίλλιτς, του Τζόρτζο Αγκάμπεν, του Μισέλ Φουκώ και άλλων κριτικών στοχαστών, ο συγγραφέας αναδεικνύει τον τρόπο που περνάμε από το σώμα-μηχανή του δέκατου έβδομου αιώνα σε μια ανατομο-πολιτική του ανθρωπίνου σώματος στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα: στιγμή όπου το συλλογικό υποκείμενο —ο πληθυσμός— χρησιμοποιείται πλέον σαν μια ενιαία, συμπαγής και πραγμοποιημένη οντότητα με κοινά χαρακτηριστικά, έτσι ώστε να καταστεί διαχειρίσιμη μονάδα για ρυθμιστικούς ελέγχους και ποικιλόμορφες παρεμβάσεις.

Υπό την οπτική που μας προσφέρει ο συγγραφέας δεν μπορούμε να μην δούμε συνολικά πως η υπολογιστική διαχείριση της ζωής, η καθυπόταξη, η χειραγώγηση των σωμάτων και ο έλεγχος του πληθυσμού ήταν απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Βλέπουμε ανάγλυφα τον τρόπο που συγκροτείται ο δυτικός βιοϊατρικός λόγος σαν ένα σύνθετο πλέγμα αντιλήψεων, γνώσεων, πρακτικών και παρεμβάσεων με ταξινομητική πρόθεση, καθιστώντας τη νόσο πράγμα, «εξωτερικό» συμβάν, αντικείμενο τυποποίησης και στατιστικής μέτρησης του φυσιολογικού/παθολογικού με στόχο την ανάδειξη ενός ενιαίου «οικουμενικού» προτύπου. Ο Τερζάκης τονίζει ότι βαθμιαία το ιατρικό ενδιαφέρον θα μετατοπιστεί από την ενότητα του πάσχοντος προσώπου, και ο ασθενής καθίσταται προοδευτικά αόρατος καθώς το ιατρικό βλέμμα επικεντρώνεται ολοένα και περισσότερο στη «νόσο». Σε αυτή την λογική, θα προστεθεί μια πολεμική ορολογία που επιστρατεύεται για την αντιμετώπιση της ασθένειας ως «εξωτερικού εχθρού» που απειλεί τον πάσχοντα.

Ο συγγραφέας στέκεται προφανώς κριτικά απέναντι σε τέτοιες πολιτισμικές αναπαραστάσεις, γι’ αυτό κι ένα επίμονο ερώτημα διατρέχει όλο το κείμενο, το οποίο η ενδελεχής του ανάλυση και ο πλούτος του ιστορικού και ανθρωπολογικού υλικού που αξιοποιεί προσπαθούν μέχρι τέλους να απαντήσουν: ζητάμε να καταπολεμήσουμε εξωτερικούς νοσογόνους παράγοντες ή να ενισχύσουμε την ανοσοποιητική δύναμη του οργανισμού στο φως μιας ολιστικής προσέγγισης;

Μεταξύ άλλων, συνομιλεί με το σημαντικό έργο του γάλλου γιατρού, φιλοσόφου και δασκάλου τού Μισέλ Φουκώ, του Ζωρζ Κανγκιγιέμ, στην προσπάθεια να αποδομήσει τον ηγεμονικός ορισμό της υγεία και της ασθένειας, απ’ όπου και το εξής παράθεμα: « Η υγεία [λέει ο Κανγκιγιέμ] θα μπορούσε να ερμηνευθεί σαν ένα περιθώριο ανοχής στις ασυνέπειες του περιβάλλοντος […] Οπωσδήποτε, το περιβάλλον που ορίζει η επιστήμη είναι φτιαγμένο από νόμους, αλλά οι νόμοι αυτοί είναι θεωρητικές αφαιρέσεις. Το έμβιο ον δεν ζει ανάμεσα σε νόμους, αλλά ανάμεσα σε όντα και συμβάντα που διαφοροποιούν αυτούς τους νόμους. Αυτό που στηρίζει το πουλί είναι το κλαδί, όχι οι νόμοι της ελαστικότητας. Εάν αναγάγουμε το κλαδί στους νόμους της ελαστικότητας, δεν πρέπει να μιλάμε πλέον για πουλί αλλά για κολλοειδή διαλύματα. […] Επειδή λοιπόν το προσδιορισμένο έμβιο ζει σε έναν κόσμο προσδιορισμένων αντικειμένων, ζει σε έναν κόσμο  πιθανών ατυχημάτων. [..]Ο υγιής οργανισμός αναζητεί λιγότερο να διατηρηθεί στην παροντική κατάσταση και στο παροντικό περιβάλλον και περισσότερο να πραγματώσει τη φύση του. Αλλά αυτό προϋποθέτει ότι ο οργανισμός θα αντιμετωπίσει κινδύνους και αποδέχεται το ενδεχόμενο καταστροφικών αντιδράσεων […] Προσμετρά την υγεία του με την ικανότητά του να υπερβαίνει τις οργανικές κρίσεις ώστε να εγκαθιδρύει μια καινούργια τάξη […] Παραφράζοντας μία φράση τού Valéry, θα λέγαμε πως η δυνατή κατάχρηση της υγείας αποτελεί μέρος τής υγείας».[1]

Μέσα από την ετερογένεια των θεραπευτικών προσεγγίσεων και την τρέχουσα πολλαπλότητα των ορισμών της υγείας, της ασθένειας, του πόνου και της θεραπείας, ο Τερζάκης συνδιαλέγεται με όλο το πεδίο της ανθρωπολογίας της υγείας, διότι μας προσκαλεί και μας προκαλεί διαρκώς να «σκεφτούμε εκ νέου», με όσο πιο ευρύ τρόπο μπορούμε, πέρ’ από τους αποστεωμένους ιατρικούς ορισμούς που βάζουν σε παρένθεση ένα πλήθος παραγόντων όπως το κλίμα, τη θέση, την ηλικία, το φύλο, την οικονομική συνθήκη, τις κοινωνικές και διαπροσωπικές σχέσεις, τις σκέψεις και συναισθήματα. Πρόκειται, όπως έλεγε κάπου ο Σαρτρ, «για ένα λουτρό θειικού οξέος», μέσα στο οποίο «καίγονται» όλες οι σημαντικές συνιστώσες που συνοδεύουν τις πολυδιάστατες εμπειρίες της ασθένειας και του πάσχειν.

‘Ένα πράγμα που γίνεται διαρκώς σαφές στο βιβλίο είναι πως η δυτική ιατρική, ως ιστορική συνιστώσα του καπιταλισμού, δεν είναι πάρα ένα σχήμα ίασης ανάμεσα σε άλλα, πολλά τα οποία ο συγγραφέας εκθέτει διεξοδικά προσφέροντας μας πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες. Παίρνοντας αφορμή από την τρέχουσα συγκυρία, θα ξεκινήσει μια συναρπαστική χρονική αναδρομή που φτάνει μέχρι τις πρώιμες ρίζες του ελληνικού πολιτισμού. Περνώντας από την ιπποκράτεια και τη γαληνική θεραπευτική, διαμέσου της ιατρικής του αραβομουσουλμανικού, του ινδικού και του κινέζικου κόσμου, θα παρακολουθήσει τις νεωτερικές ευρωπαϊκές εξελίξεις μετά την Αναγέννηση, για να φτάσει στις σύγχρονες ολιστικές προσεγγίσεις —τα λεγόμενα «εναλλακτικά θεραπευτικά μοντέλα»— που αμφισβητούν σήμερα την πρωτοκαθεδρία του κλινικού βιοϊατρικού μοντέλου: τη φροϋδική ψυχανάλυση, τη βιοενεργειακή θεραπευτική του Βιλχελμ Ραιχ, τις φαινομενολογικές/υπαρξιακές προσεγγίσεις, την ομοιοπαθητική και τον βελονισμό.

Ως ανθρωπολόγος της υγείας, με χαρά υποδέχθηκα αυτό το βιβλίο και, όσο το διάβαζα, ένιωθα ότι συνδέεται με πολλούς τρόπους και με δικό μου εθνογραφικό πεδίο όπου εξέταζα τον τρόπο με τον οποίον ο κυρίαρχος βιοϊατρικός λόγος μέσ’ από γραφειοκρατικές πρακτικές στο Υπουργείο Υγείας καθιστά, μέσω διοικητικών εγγράφων/γνωματεύσεων και αξονικών εξετάσεων, τον καθημερινό πόνο και την ασθένεια μια κοινοτοπία, τοποθετώντας τους ασθενείς σε παρένθεση κι ενισχύοντας εντέλει μια πολύπλευρη εμπειρία κοινωνικής οδύνης. Με αντίστοιχο τρόπο ο Τερζάκης στο βιβλίο του συνομιλεί με την ανθρωπολογία για να φωτίσει τους τρόπους με τους οποίους η ασθένεια και ο πόνος δεν είναι ένα μεμονωμένο, ατομικό περιστατικό αλλά μια πολύπλευρη, διαπροσωπική εμπειρία, βαθιά κοινωνική και συγκειμενικά αρθρωμένη στο ιστορικό και πολιτισμικό της πλαίσιο. Έτσι, από το πεδίο της ανθρωπολογίας της υγείας και της κοινωνικής οδύνης, δεν παύουμε να τονίζουμε ότι το τραύμα είναι μια απόρροια συχνά αθέατων σχέσεων εξουσίας ή αυτού που έχει αποκληθεί το «μαλακό μαχαίρι» μιας μακροπρόθεσμης καταπίεσης και ανισότητας.

Ένα εθνογραφικό παράδειγμα που σκιαγραφεί όλο αυτό που φιλοσοφικά και ανθρωπολογικά αναδεικνύει ο συγγραφέας στο βιβλίο του είναι η έρευνα της Margaret Lock, μίας από τις πιο σημαντικές ανθρωπολόγους της υγείας, η οποία στο άρθρο της «Ιατρική Γνώση και Πολιτική του Σώματος»2 κάνει κι αυτή σαφές ότι οι χρόνιες ασθένειες, για παράδειγμα, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από τη βιοϊατρική κοινότητα επαρκώς μονάχα ως παθολογικά συμπτώματα, όταν οι ίδιες οι αιτίες είναι πολυπαραγοντικές και απόρροια συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών. Γι’ αυτό και τονίζει ότι οι περισσότερες περιπτώσεις ακαθόριστης δυσφορίας και οδύνης δεν είναι αποτέλεσμα επαφής με παθογόνους οργανισμούς αλλά έχουν κοινωνικές και πολιτικές αιτίες που σχετίζονται με τον πόλεμο, την αναγκαστική μετανάστευση, τις εργασιακές συνθήκες, την εκμετάλλευση, τις ανισότητες, τη βία και το ρατσισμό. Οι παράγοντες αυτοί δεν αναγνωρίζονται και δεν αντιμετωπίζονται με φάρμακα. Η ιατρικοποίηση προβλημάτων αυτού του είδους τα μετατρέπει σε προβλήματα που εντοπίζονται στο «εσωτερικό» των σωμάτων και κατά συνέπεια τα απο-πολιτικοποιεί. Ένα τέτοιο σύντομο παράδειγμα δίνει τη συμμετοχική παρατήρηση της ίδιας. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, στο Μόντρεαλ του Καναδά, όπου η Lock αντλεί υλικό από τις αφηγήσεις κυρίως ελληνίδων μεταναστριών, όπου έχουν μεταναστεύσει εκεί για να εργαστούν. Εργάζονται σε βιομηχανίες ενδυμάτων με εκτεταμένο ωράριο, χωρίς ασφαλιστική κάλυψη, με αμοιβές κάτω από το βασικό μισθό, εκτεθειμένες σε υψηλά επίπεδα θορύβου και σκόνης λόγω ανεπαρκούς εξαερισμού. Ένα διαρκές παράπονο που επαναλαμβανόταν εκ μέρους τους είναι ότι «έχουν νεύρα», μια μορφή ξεσπάσματος και απώλειας ελέγχου, τα οποία εκδηλωνόντουσαν μέσα από έντονους πονοκεφάλους, πόνους στο στήθος και στον αυχένα. Οι γυναίκες αυτές χρησιμοποιούσαν τα «νεύρα» ως διαγνωστική κατηγορία και, όταν πλέον κάποιες από αυτές επισκέπτονταν τον γιατρό, η διάγνωση ήταν «κλινική κατάθλιψη» και χορηγούνταν αντικαταθλιπτική αγωγή. Η Lock ανέλυσε αυτό το εθνογραφικό παράδειγμα για να δείξει πώς τα «νεύρα» καθίσταται, μέσ’ από το ηγεμονικό παράδειγμα της δυτικής ιατρικής, μια ταξινομητική κατηγορία, ως «αντικείμενο» το οποίο αφαιρεί το πρόσωπο που πάσχει από τα συμφραζόμενα της ζωής του κι εν τέλει το αντιμετωπίζει με φαρμακευτική αγωγή συσκοτίζοντας ένα πλήθος κοινωνικών παραγόντων.

Για να επιστρέψουμε στο βιβλίο του Τερζάκη, ποια η συμβολή ενός τέτοιου βιβλίου στο ιστορικό εδώ-και-τώρα που γράφτηκε και εκδόθηκε; Μέσα σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο ιατρικοποίησης και πειθάρχησης των ζωών μας —με αφορμή και εργαλείο την ιογενή λοίμωξη του Sars-Cov-2— το βιβλίο του Φώτη Τερζάκη αποκτά μια επιπλέον αξία, διότι πολιορκεί τις ρωγμές μιας «μεγάλης αφήγησης» για να διευρύνει τους ορίζοντες των προβληματισμών μας. Τη στιγμή που ο ηγεμονικός πανδημικός λόγος μάς καθιστά όλες και όλους εν δυνάμει ασθενείς που πρέπει διαρκώς να υποβαλλόμαστε σε διαγνωστικά τεστ για να αποδείξουμε σε ποιον ορισμό της «υγείας» ή της «μολυσματικότητας» χωράμε, να υποχρεωνόμαστε σε μιαν αμφίβολης αποτελεσματικότητας και ασφάλειας «πρόληψη» μέσω πειραματικών εμβολιασμών και να γινόμαστε καθημερινά αποδέκτες ενός πρωτοφανούς κοινωνικού αποκλεισμού όπου ελεγχόμαστε/σκαναριζόμαστε για κάθε μας κίνηση μας μέσ’ από υγειονομικά πιστοποιητικά καθαρότητας, το βιβλίο αυτό κάνει μια τομή και μας ταρακουνά τις μονολιθικές βεβαιότητες, ανοίγοντας το πεδίο που πεισματικά ο κυρίαρχος δυτικός ιατρικός λόγος θέλει να μείνει κλειστό. Εν κατακλείδι, η σημασία του έγκειται στο ότι στην παρούσα συγκυρία έχουν γραφτεί και εκδοθεί ελάχιστα βιβλία που να στέκονται με θάρρος κριτικά και συνολικά απέναντι σε όλη αυτή την ολοκληρωτική  ιατρικοποίηση. Αν ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έλεγε ότι «στο τέλος δεν θα θυμόμαστε τις κραυγές των εχθρών μας αλλά τις σιωπές των φίλων μας», θα έλεγα ότι στο τέλος εμείς θα θυμόμαστε αυτό το βιβλίο για τον διαπεραστικό του ήχο που σπάει τη σιωπή.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Τερζάκης, ό.π. σελ. 119-20: αναφορά στο Georges Canguilhem, Το κανονικό και το παθολογικό, πρόλ. Michel Foucault, μετ.-επιμ.-επίμετρο: Γιώργος Φουρτούνης (Νήσος: Αθήνα 2007), σελ. 243-4 passim.

2.  Margaret Lock, «Ιατρική γνώση και πολιτική του σώματος», στο Αθηνά Αθανασίου [επιμ.], Βιοκοινωνικότητες. Θεωρήσεις στην ανθρωπολογία της υγείας (Νήσος: Αθήνα 2011), σελ. 99-104.

 

ΕΡΗ ΣΑΜΙΚΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δείτε ακόμα

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...