Το τμήμα τής Δημιουργικής Γραφής τής Ε.Δ.Σ, με αφορμή την ολοκλήρωση του φετινού κύκλου, διοργάνωσε διαγωνισμό διηγήματος ανάμεσα στα μέλη του. Κριτές των διηγημάτων ήταν ο Γιάννης Πατίλης, ο Φώτης Τερζάκης και η Έλσα Λιαροπούλου που είναι και η υπεύθυνη του τμήματος. Επιλέχθηκε παμψηφεί το διήγημα της Ειρήνης Αναστασίου «Φωνές».
Φωνές
Απ’ όλες τις αισθήσεις, η πιο σημαντική για μένα ήτανε πάντα η ακοή. Οι ήχοι, οι φωνές είχανε πάνω μου μια επίδραση που δυσκολεύομαι να εξηγήσω. Να μη φανώ αχάριστη. Όλες οι αισθήσεις είναι αναγκαίες μα πώς να το πω. Η ακοή είναι η πύλη της φαντασίας. Μπορεί να σε πάει πολύ μακριά, στα πιο μυστηριώδη μονοπάτια που μπορεί να περπατήσει ο ανθρώπινος νους. Από μικρή μ’ άρεσε ν’ ακούω τους γύρω μου να μιλάνε χωρίς απαραίτητα να μ’ ενδιαφέρει τι ακριβώς λένε. Μ΄ άρεσε να παρακολουθώ τις αποχρώσεις της φωνής τους, τον τρόπο που προφέρανε τα σύμφωνα, πόσο τα τόνιζαν, πόσο αλλάζανε την κλίμακα, πώς ελευθέρωναν τα φωνηέντα από τη στοματική κοιλότητα αφήνοντάς τα να αιωρούνται για μια στιγμή πριν προσγειωθούν με απρόβλεπτες συνέπειες στον αποδέκτη.
Λίγο-λίγο με το χρόνο κατάφερα να αποκτήσω αυτό που ονομάζω «επάρκεια» στους ήχους με αποτέλεσμα ν’ αντιλαμβάνομαι πολύ γρήγορα πράγματα για τα οποία άλλοι θα χρειάζονταν απτές αποδείξεις. Με κλειστά μάτια έπιανα τις αντιδράσεις που μαρτυρούσαν την ψυχική κατάσταση των συνομιλητών μου κι αυτό δε μπορώ να πω πως ήταν πάντα ευχάριστο. Η δουλειά που βρήκα σε μια μεγάλη καφετέρια μετά τις σπουδές μου στα τουριστικά, ήταν ότι έπρεπε για να ασκήσω στο έπακρο αυτή την ιδιορρυθμία μου. Μέσα στο θόρυβο και τη φασαρία του κόσμου είχα την ευκαιρία ν’ ακούω λογιών-λογιών φωνές, φωνές λεπτές, βαθιές, δυνατές, αργόσυρτες και να καταλαβαίνω τις απαιτήσεις και τις κρυμμένες επιθυμίες τους.
Οι πελάτες που επιθυμούσαν γενικά να έχουν το πάνω χέρι, έβγαζαν στους καημένους τους σερβιτόρους το άχτι τους για όσα απωθημένα συνωστίζονταν μέσα τους και έσπρωχναν την ψυχή τους. «Ε! εδώ», φώναζε με επιτακτικό ύφος ένας θεωρώντας πως ο καφές που θα έπινε ήταν μια καλή ευκαιρία για να βγάλει από μέσα του τη διαταγή. Άλλοι αρέσκονταν να περιπαίζουν και να ειρωνεύονται αφήνοντας να χυθεί το πλεόνασμα χολής που τους δηλητηρίαζε χωρίς να το καταλαβαίνουν. «Τι έγινε; Κόκκαλα έχει ο καφές; Θα σε δούμε σήμερα;» και άλλα κοινότυπα κακόβουλα σχόλια του είδους. Μα αυτά αφορούσανε μάλλον τους συνηθισμένους ανθρώπους.
Εγώ έμαθα να ξεχωρίζω και τους άλλους. Δεν ήταν και τόσο εύκολο μα η προσεκτική μου παρατήρηση έδωσε τους καρπούς της. Ήμουν εξαιρετικά επιμελής στο να ασκούμαι στην κατανόηση των ήχων που έβγαζαν οι άνθρωποι μιλώντας. Αν ήμουν μουσικός θα μπορούσα να συνθέσω απίστευτα κομμάτια μα δεν ήμουν και καλύτερα ίσως γιατί δε μπορώ να φανταστώ τι καλό θα έβγαινε απ’ αυτή τη μουσική καθώς λίγες ήταν οι φωνές που τραβούσαν προς τον δρόμο της ευτυχίας. Αυτοί για παράδειγμα που είχαν αληθινό θάρρος. Ούτε δειλία, ούτε θράσος. Η φωνή τους ήταν σταθερή. Έδειχνε πως μπορούσαν ν’ αντέξουν χωρίς γκρίνιες και φιοριτούρες τα δύσκολα. Μερικές φορές διακρινόταν στον ήχο τους και μια νότα μεγαλοπρέπειας όμως καθόλου δεν έμοιαζε με την αλαζονεία. Οι δειλοί πάλι ήταν μαζεμένοι. Μόλις που τους άκουγες. Ή μιλούσαν μπερδεμένα κι οι φράσεις που ξεστόμιζαν είχαν κάτι το ακαταλαβίστικο. Κάποιους τους συμπονούσα μα άλλοι μου προκαλούσανε μια εξίσου ακαταλαβίστικη ανησυχία. Που μπορούσε να τους οδηγήσει ο φόβος τους;
Οι φωνές που κόμπαζαν ήταν οι περισσότερες κι αυτές που δυναστεύονταν από την ηδονή γουργούριζαν ξεδιάντροπα κι έκαναν στις καταλήξεις των λέξεων ένα αιφνιδιαστικό γύρισμα κάπως σαν να σε ξεγελούσαν. Λίγα λεπτά να αφηνόσουν σ’ αυτό τον αιφνιδιασμό, αρκούσαν για να σε αιχμαλωτίσουν σ’ ένα κόσμο τυφλό στη λογική, γεμάτο παραισθήσεις. Ύστερα, ήταν κι αυτές οι φωνές οι βουτηγμένες μέσα στη λύπη που έσπαγαν ακανόνιστα, άλλοτε στη μέση μιας λέξης κι άλλοτε στην αρχή. Έψαχναν τότε αυτές οι φωνές για μια άλλη λέξη πιο σίγουρη, πιο σταθερή, δεν ξέρω, πιο αδιάφορη ίσως που θα τους επέτρεπε να κουβαλήσουν το φορτίο τους και να συνεχίσουν.
Χάρη σ’ αυτή την ικανότητά μου, θα πω πια χωρίς μετριοφροσύνη, προστατεύτηκα πολλές φορές. Μέσα στο φόρτο και την πίεση της δουλειάς ήξερα που έπρεπε να δώσω το βάρος για να γλυτώσω από τα δυσάρεστα. Καμιά φορά όμως, ομολογώ πως εξαιτίας αυτής της αίσθησης που έπαιρνε διαστάσεις ισχυρής πρόβλεψης, μπορεί και να γινόμουνα σκληρή ως προς ορισμένους πελάτες. Καθυστερούσα επίτηδες την παραγγελία τους κι όταν την έφερνα έπαιρνα το καλύτερο χαμόγελό μου με την ικανοποίηση πως ήξερα γι αυτούς, πως είχα δει περισσότερα απ’ όσα μπορούσαν να φανταστούν και επειδή οι ανόητοι δεν έπαιρναν είδηση πως τους είχα ξεσκεπάσει, όλα τελειώνανε μέλι γάλα. Δυο-τρεις φορές μόνο κάποιοι εκνευρίστηκαν και θέλησαν να μιλήσουν στο αφεντικό μου αλλά εκείνο εκτιμούσε πολύ τη δουλειά μου για να μου δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα. Από τη φωνή του άλλωστε είχα αμέσως αντιληφθεί πως ήξερε να συγχωρεί.
Η πόλη που ζω είναι μεγάλη, συνδυάζει βουνό και θάλασσα κι ο κόσμος πάει κι έρχεται απολαμβάνοντας τα θέλγητρά της χειμώνα-καλοκαίρι. Έτσι, εκτός από τους μόνιμους πελάτες, η γκάμα μου διευρυνόταν διαρκώς κι από τους τουρίστες που μέσα από τους δικούς τους ήχους έφερναν κοντά μου άλλες σαγήνες και άλλα σταυρόλεξα για γερούς λύτες. Δεν έψαχνα για κρυμμένες λέξεις μα για ήχους που τους μελέταγα καλά, και σκαρφιζόμουνα ένα σωρό τρόπους για να επαληθεύσω την πρόβλεψή μου. Στον πίνακα του μυαλού μου τα λευκά τετράγωνα του ηχητικού σταυρόλεξου γέμιζαν γρήγορα με γνωστά και άγνωστα συναισθήματα μόνο που δυσκολευόμουνα να βάλω τα μαύρα τετράγωνα στις θέσεις τους για να μπορέσω να σταματήσω, να οριοθετήσω τους γρίφους μου. Ήθελα βλέπεις να μάθω όσα περισσότερα μπορούσα. Τόσο άπληστη είχα γίνει.
Δίπλωμα, πάντως στη μαντική μέσω της ακοής, πήρα όταν πήγα να δουλέψω σ’ ένα μεγάλο μπαρ-ρεστοράν στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, ανέβηκα επίπεδο κι άρχισα να εμπλουτίζω την κλίμακα των ήχων με καινούργιες νότες. Τότε έκρινα πως ήταν καιρός να νοικοκυρέψω την εμπειρία μου και να φτιάξω κατηγορίες που θα με διευκόλυναν να πιάνω πιο γρήγορα την κατάσταση. Δεν ήταν λίγες τελικά οι κατηγορίες που επινόησα και μερικές από αυτές με έκαναν στ’ αλήθεια ν’ ανατριχιάζω. Ήταν αυτές που αποκαλούσα κατηγορίες υψηλού κινδύνου. Ξεχώριζαν αναμφισβήτητα από το ύψος και το βάθος της φωνής.
Σε μια παρέα, ένα βράδυ, με φώναξε κάποιος για να ζητήσει δεύτερο ποτό. Έδωσε μόνο την παραγγελία του χωρίς να σηκώσει βλέμμα πάνω μου μα εκείνη η φωνή, αυτές οι δυο λέξεις που πρόφερε με το ζόρι, μου φάνηκε πως άνοιγαν ανάμεσα στο τραπέζι του και τον πάγκο με τα ποτά, ένα μεγάλο κι απότομο γκρεμό. Τον κοίταξα προσεκτικά. Τέτοια περίπτωση δε μου τύχαινε συχνά. Δεν είχα γελαστεί. Λίγο καιρό μετά είδα τη φάτσα του να φιγουράρει στην εφημερίδα ως το πρόσωπο-κλειδί σε μια σπείρα που μόλις είχε εξαρθρωθεί. Τον ίδιο, ωστόσο, ακόμη τον αναζητούσαν. Τότε συνειδητοποίησα πόσο πολύ είχα προοδεύσει.
Στη Θεσσαλονίκη γνώρισα και τον άντρα μου και ένιωσα αμέσως την ανάγκη να μοιραστώ μαζί του την περίεργη διαδρομή μου. Ο Στέφανος τα είδε όλα αυτά σαν ένα διασκεδαστικό παιχνίδι. Ένα χαριτωμένο ταλέντο που δε μπορεί να μετρήσει σοβαρά στον πραγματικό κόσμο. «Ποιον πραγματικό κόσμο;», προσπαθούσα να του εξηγήσω. Αν αυτά που νιώθουμε και ζούμε δεν είναι παρά μια εικόνα που πίσω της υπάρχουν πράγματα ακατανόητα για τα μάτια μας, τότε αυτά που ακούμε μοιάζουν με απλά παιδικά τραγουδάκια μπροστά στις περίπλοκες συνθέσεις που κρύβονται, τι να πω, σε άλλους πλανήτες και άλλους γαλαξίες.
Ε! εκείνος πίστευε μόνο ότι μπορούσε να αποδειχτεί και οι αποδείξεις στη δική μου περίπτωση θέλανε χρόνο, άσε που μπορεί να μην εμφανίζονταν και ποτέ. Όμως εγώ τον Στέφανο, παρά τις αμφιβολίες του για κάτι τόσο σημαντικό, τον διάλεξα όχι γιατί ήτανε κελεπούρι, έξυπνος, καλοβαλμένος και κυρίως πολύ ερωτευμένος. Τον διάλεξα ακριβώς για τη φωνή του εν αγνοία του. Η φωνή του γέμιζε τον τόπο σαν μια μουσική συμφωνία. Ήχοι όμορφοι που μεταβάλλονταν, που εκτείνονταν από το γέλιο μέχρι το κλάμα. Γιατί γελούσαμε πολύ μαζί και γιατί κάποιοι απ’ αυτούς βγαίνανε από μια βαθιά ανεξιχνίαστη μελαγχολία που μου έφερνε δάκρυα στα μάτια, που έκανε την ερωτική μας ζωή μια περιήγηση σε πυκνό δάσος μέσα στη νύχτα με μια στάλα φεγγάρι, ίσα για να τον εντοπίζω πλάι μου. Ο ήχος, ωστόσο, που εντυπωνότανε πιο πολύ μέσα μου ήταν όταν μου μίλαγε κοιτώντας με ταυτόχρονα στα μάτια. Ήχος ανάλαφρος, ανεμπόδιστος, χαρούμενος, πουλιών που πετούσαν πάνω από γαλήνια λίμνη. Είχα αράξει σ’ αυτή τη λίμνη και γύρισα μαζί του στην πόλη μου που ήταν και δική του πόλη και σκέφτηκα πως, που θα πάει, θα με καταλάβει και δε σταμάτησα να τον ζαλίζω, να τον υποχρεώνω ν’ ακούει κι αυτός τα μυστήρια ηχητικά μηνύματα που τόσο εύκολα λάμβανα γύρω μου.
Μας αρέσει να υποκρινόμαστε. Το έχω δει το έργο τόσες φορές που το συνήθισα, δε μου κάνει καμιά εντύπωση. Λοιπόν, καλύτερα που έγινε αυτό που έγινε, για να καταλάβω πως μερικά πράγματα δε συνηθίζονται και πως πρέπει να τα πολεμάς. Ήταν το βράδυ που πήγα να πάρω το Στέφανο από την υπηρεσία του. Ως αξιωματικός της ασφάλειας είχε βάρδιες κι εκείνη τη φορά τελείωνε στις έντεκα. Είχε χαλάσει το αυτοκίνητό του και πέρασα με το δικό μου μα δεν είχε ξεμπερδέψει ακόμη γι αυτό κι ανέβηκα να τον περιμένω. Κουβέντιαζε με δυο άντρες στο γραφείο του, έναν ένστολο κι έναν άλλο ντυμένο με ένα προσεγμένο γκρι παντελόνι κι ένα ωραίο λευκό πουκάμισο.
Τον ένστολο δε χρειάστηκα πολύ ώρα να τον ακούσω για να καταλάβω πως είχα να κάνω με μια κλασική περίπτωση ανθρώπου κουρασμένου και αγχωμένου που ήθελε να κάνει σωστά τη δουλειά του, ήθελε και να ξεκουραστεί. Ο άλλος όμως, ήταν κάτι το απερίγραπτο. Η φωνή του έβγαζε σφυρίγματα και κροταλίσματα σαν αυτά των φιδιών κι ο τρόπος που έκλεινε πεισματικά τα φωνήεντα μέσα στα σύμφωνα, τα μάγκωνε στην κυριολεξία, τα εκβίαζε, αυτό έκανε, με τάραξαν ιδιαίτερα. Χειρότερους ήχους δεν είχα ακούσει μέχρι τότε. Μιλούσε μ’ ένα ύφος αυτάρεσκο για μια περίεργη υπόθεση μα δεν έδωσα και μεγάλη σημασία στα λόγια του γιατί με αυτό τον τόνο που συνέχιζε με είχε ήδη μεταφέρει σε καταγώγια και κρησφύγετα με ύποπτες συναλλαγές. Σπηλαιώδης η φωνή του, μ’ ένα φύσημα όπως όταν μετράς μάτσο τα βρώμικα χαρτονομίσματα και το άγριο γέλιο του ίδιο ουρλιαχτό ύαινας έτοιμης να κατασπαράξει το θύμα της. Η εμφάνισή του δεν πρόδιδε και πολλά όμως δεν χρειαζόμουν και τίποτα παραπάνω. Όταν τον είδα να φεύγει με έπιασε τέτοιος εκνευρισμός που έπεσα πάνω στο Στέφανο και τον εκλιπαρούσα να μην τον αφήσει, να τον πιάσει επιτόπου και να τον κλείσει στο πιο σκοτεινό μπουντρούμι.
Ίσως να είχε καταπιεστεί πολύ μαζί μου, να είχε κουραστεί μ’ αυτή την επιμονή μου με τις φωνές αφού, όταν έφτασα σ’ αυτό το σημείο, θύμωσε για πρώτη φορά τόσο πολύ. «Τελικά, δεν είσαι καλά», μου είπε. «Αυτός ο άνθρωπος που τον παρουσιάζεις εγκληματία, σε πληροφορώ ότι είναι αστυνομικός και μάλιστα πολύ καλός. Το ότι φοράει πολιτικά σου δημιούργησε λάθος εντυπώσεις. Σύνελθε Μάγδα, σύνελθε. Δε θέλω να ξανακούσω τις τρέλες σου». Αυτό ήταν! Όλη μας η ζωή άλλαξε από κείνη τη βραδιά. Έκοψε τις απορίες και το παιχνίδι γύρω από τις φωνές σταμάτησε απότομα. Ήμουν σίγουρη πως δεν έκανα λάθος για το «φίλο» του, ήμουν σίγουρη ότι κάποια στιγμή θα καταλάβει, όμως σιγά-σιγά η θλίψη πως δε με πίστευε —το ένιωθα στη φωνή του— με κυρίευσε άσχημα, δε με άφηνε να συνεχίσω τη ζωή μου. Ένα βάρος κάθισε πάνω στην καρδιά μου και δεν έλεγε να φύγει. Σταμάτησα να του μιλάω, να μιλάω σε οποιονδήποτε γενικά. Σταμάτησα να δουλεύω και να βγαίνω από το σπίτι. Καλύτερα να μην ακούω παρά να υποκρίνομαι πως δεν ακούω. Με πήγε σε γιατρό και πείστηκα να μπω για ένα μικρό διάστημα σε μια κλινική. Ίσως το είχα παρακάνει κι εγώ. Ας ηρεμούσαμε για λίγο.
Οι δικοί μου συμφώνησαν πως ήταν η καλύτερη λύση και άφησαν να με πλακώσουν στα φάρμακα για να συνέλθω. Στην αρχή τα δέχτηκα, μα μια νάρκη άρχισε να βαραίνει αφόρητα τα μέλη μου και οι φωνές των γιατρών και των νοσοκόμων γύρω μου έχασαν τη μοναδικότητά τους. Υπέφερα στην προσπάθεια μου να ξεχωρίσω, στην προσπάθεια να μη μπερδευτώ και βγάλω λάθος συμπεράσματα. Τι κρίμα! Η μέθοδος που μου πρότειναν για να ξαναγίνω καλά, μου στερούσε την ακοή μου, την πιο μεγάλη μου δύναμη. Και όπως σωστά λένε, ποιος τυφλός δε θέλει το φως του; Ποιος κουφός δε θέλει την ακοή του; Έτσι, υποκρίνομαι κι εγώ πως τα παίρνω και έχω ξαναβρεί τον κόσμο μου κι ας δυσκολεύεται να έρθει ο Στέφανος να με δει.
Από ’κει που ερχόταν κάθε μέρα, μείωσε τις επισκέψεις του σε δυο-τρεις μέσα στην εβδομάδα. «Δουλειές», μου δικαιολογήθηκε. «Σκουρύνανε τα πράγματα. Το τμήμα δεινοπαθεί», μα εγώ ξέρω πως απογοητεύτηκε πάλι γιατί μια μέρα μου ξέφυγε και τον ρώτησα αν πιάσανε εκείνη τη γελαστή ύαινα, τον πολύ καλό συνάδελφό του. Λες και τον χτύπησα με ηλεκτρικό ρεύμα. Δε θα του ξαναπώ τίποτε αλλά δε θα υποκριθώ και στον εαυτό μου. Το χρωστάω σ’ αυτό που μου χαρίστηκε έτσι απλόχερα να μην το εγκαταλείψω. Στο κάτω-κάτω δεν είναι όλες οι φωνές φτιαγμένες για την καταστροφή. Άκουσα κι εδώ στην κλινική μερικές αγγελικές κι ύστερα έχω τη βεβαιότητα πως ο Στέφανος θα ηρεμήσει, θα το ξεπεράσει, θα ξαναβγάλει εκείνους τους χαρούμενους ήχους των πουλιών και θα με πάρει να πετάξουμε πάλι πάνω από τη γαλήνια λίμνη.
Λίγο-λίγο με το χρόνο κατάφερα να αποκτήσω αυτό που ονομάζω «επάρκεια» στους ήχους με αποτέλεσμα ν’ αντιλαμβάνομαι πολύ γρήγορα πράγματα για τα οποία άλλοι θα χρειάζονταν απτές αποδείξεις. Με κλειστά μάτια έπιανα τις αντιδράσεις που μαρτυρούσαν την ψυχική κατάσταση των συνομιλητών μου κι αυτό δε μπορώ να πω πως ήταν πάντα ευχάριστο. Η δουλειά που βρήκα σε μια μεγάλη καφετέρια μετά τις σπουδές μου στα τουριστικά, ήταν ότι έπρεπε για να ασκήσω στο έπακρο αυτή την ιδιορρυθμία μου. Μέσα στο θόρυβο και τη φασαρία του κόσμου είχα την ευκαιρία ν’ ακούω λογιών-λογιών φωνές, φωνές λεπτές, βαθιές, δυνατές, αργόσυρτες και να καταλαβαίνω τις απαιτήσεις και τις κρυμμένες επιθυμίες τους.
Οι πελάτες που επιθυμούσαν γενικά να έχουν το πάνω χέρι, έβγαζαν στους καημένους τους σερβιτόρους το άχτι τους για όσα απωθημένα συνωστίζονταν μέσα τους και έσπρωχναν την ψυχή τους. «Ε! εδώ», φώναζε με επιτακτικό ύφος ένας θεωρώντας πως ο καφές που θα έπινε ήταν μια καλή ευκαιρία για να βγάλει από μέσα του τη διαταγή. Άλλοι αρέσκονταν να περιπαίζουν και να ειρωνεύονται αφήνοντας να χυθεί το πλεόνασμα χολής που τους δηλητηρίαζε χωρίς να το καταλαβαίνουν. «Τι έγινε; Κόκκαλα έχει ο καφές; Θα σε δούμε σήμερα;» και άλλα κοινότυπα κακόβουλα σχόλια του είδους. Μα αυτά αφορούσανε μάλλον τους συνηθισμένους ανθρώπους.
Εγώ έμαθα να ξεχωρίζω και τους άλλους. Δεν ήταν και τόσο εύκολο μα η προσεκτική μου παρατήρηση έδωσε τους καρπούς της. Ήμουν εξαιρετικά επιμελής στο να ασκούμαι στην κατανόηση των ήχων που έβγαζαν οι άνθρωποι μιλώντας. Αν ήμουν μουσικός θα μπορούσα να συνθέσω απίστευτα κομμάτια μα δεν ήμουν και καλύτερα ίσως γιατί δε μπορώ να φανταστώ τι καλό θα έβγαινε απ’ αυτή τη μουσική καθώς λίγες ήταν οι φωνές που τραβούσαν προς τον δρόμο της ευτυχίας. Αυτοί για παράδειγμα που είχαν αληθινό θάρρος. Ούτε δειλία, ούτε θράσος. Η φωνή τους ήταν σταθερή. Έδειχνε πως μπορούσαν ν’ αντέξουν χωρίς γκρίνιες και φιοριτούρες τα δύσκολα. Μερικές φορές διακρινόταν στον ήχο τους και μια νότα μεγαλοπρέπειας όμως καθόλου δεν έμοιαζε με την αλαζονεία. Οι δειλοί πάλι ήταν μαζεμένοι. Μόλις που τους άκουγες. Ή μιλούσαν μπερδεμένα κι οι φράσεις που ξεστόμιζαν είχαν κάτι το ακαταλαβίστικο. Κάποιους τους συμπονούσα μα άλλοι μου προκαλούσανε μια εξίσου ακαταλαβίστικη ανησυχία. Που μπορούσε να τους οδηγήσει ο φόβος τους;
Οι φωνές που κόμπαζαν ήταν οι περισσότερες κι αυτές που δυναστεύονταν από την ηδονή γουργούριζαν ξεδιάντροπα κι έκαναν στις καταλήξεις των λέξεων ένα αιφνιδιαστικό γύρισμα κάπως σαν να σε ξεγελούσαν. Λίγα λεπτά να αφηνόσουν σ’ αυτό τον αιφνιδιασμό, αρκούσαν για να σε αιχμαλωτίσουν σ’ ένα κόσμο τυφλό στη λογική, γεμάτο παραισθήσεις. Ύστερα, ήταν κι αυτές οι φωνές οι βουτηγμένες μέσα στη λύπη που έσπαγαν ακανόνιστα, άλλοτε στη μέση μιας λέξης κι άλλοτε στην αρχή. Έψαχναν τότε αυτές οι φωνές για μια άλλη λέξη πιο σίγουρη, πιο σταθερή, δεν ξέρω, πιο αδιάφορη ίσως που θα τους επέτρεπε να κουβαλήσουν το φορτίο τους και να συνεχίσουν.
Χάρη σ’ αυτή την ικανότητά μου, θα πω πια χωρίς μετριοφροσύνη, προστατεύτηκα πολλές φορές. Μέσα στο φόρτο και την πίεση της δουλειάς ήξερα που έπρεπε να δώσω το βάρος για να γλυτώσω από τα δυσάρεστα. Καμιά φορά όμως, ομολογώ πως εξαιτίας αυτής της αίσθησης που έπαιρνε διαστάσεις ισχυρής πρόβλεψης, μπορεί και να γινόμουνα σκληρή ως προς ορισμένους πελάτες. Καθυστερούσα επίτηδες την παραγγελία τους κι όταν την έφερνα έπαιρνα το καλύτερο χαμόγελό μου με την ικανοποίηση πως ήξερα γι αυτούς, πως είχα δει περισσότερα απ’ όσα μπορούσαν να φανταστούν και επειδή οι ανόητοι δεν έπαιρναν είδηση πως τους είχα ξεσκεπάσει, όλα τελειώνανε μέλι γάλα. Δυο-τρεις φορές μόνο κάποιοι εκνευρίστηκαν και θέλησαν να μιλήσουν στο αφεντικό μου αλλά εκείνο εκτιμούσε πολύ τη δουλειά μου για να μου δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα. Από τη φωνή του άλλωστε είχα αμέσως αντιληφθεί πως ήξερε να συγχωρεί.
Η πόλη που ζω είναι μεγάλη, συνδυάζει βουνό και θάλασσα κι ο κόσμος πάει κι έρχεται απολαμβάνοντας τα θέλγητρά της χειμώνα-καλοκαίρι. Έτσι, εκτός από τους μόνιμους πελάτες, η γκάμα μου διευρυνόταν διαρκώς κι από τους τουρίστες που μέσα από τους δικούς τους ήχους έφερναν κοντά μου άλλες σαγήνες και άλλα σταυρόλεξα για γερούς λύτες. Δεν έψαχνα για κρυμμένες λέξεις μα για ήχους που τους μελέταγα καλά, και σκαρφιζόμουνα ένα σωρό τρόπους για να επαληθεύσω την πρόβλεψή μου. Στον πίνακα του μυαλού μου τα λευκά τετράγωνα του ηχητικού σταυρόλεξου γέμιζαν γρήγορα με γνωστά και άγνωστα συναισθήματα μόνο που δυσκολευόμουνα να βάλω τα μαύρα τετράγωνα στις θέσεις τους για να μπορέσω να σταματήσω, να οριοθετήσω τους γρίφους μου. Ήθελα βλέπεις να μάθω όσα περισσότερα μπορούσα. Τόσο άπληστη είχα γίνει.
Δίπλωμα, πάντως στη μαντική μέσω της ακοής, πήρα όταν πήγα να δουλέψω σ’ ένα μεγάλο μπαρ-ρεστοράν στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, ανέβηκα επίπεδο κι άρχισα να εμπλουτίζω την κλίμακα των ήχων με καινούργιες νότες. Τότε έκρινα πως ήταν καιρός να νοικοκυρέψω την εμπειρία μου και να φτιάξω κατηγορίες που θα με διευκόλυναν να πιάνω πιο γρήγορα την κατάσταση. Δεν ήταν λίγες τελικά οι κατηγορίες που επινόησα και μερικές από αυτές με έκαναν στ’ αλήθεια ν’ ανατριχιάζω. Ήταν αυτές που αποκαλούσα κατηγορίες υψηλού κινδύνου. Ξεχώριζαν αναμφισβήτητα από το ύψος και το βάθος της φωνής.
Σε μια παρέα, ένα βράδυ, με φώναξε κάποιος για να ζητήσει δεύτερο ποτό. Έδωσε μόνο την παραγγελία του χωρίς να σηκώσει βλέμμα πάνω μου μα εκείνη η φωνή, αυτές οι δυο λέξεις που πρόφερε με το ζόρι, μου φάνηκε πως άνοιγαν ανάμεσα στο τραπέζι του και τον πάγκο με τα ποτά, ένα μεγάλο κι απότομο γκρεμό. Τον κοίταξα προσεκτικά. Τέτοια περίπτωση δε μου τύχαινε συχνά. Δεν είχα γελαστεί. Λίγο καιρό μετά είδα τη φάτσα του να φιγουράρει στην εφημερίδα ως το πρόσωπο-κλειδί σε μια σπείρα που μόλις είχε εξαρθρωθεί. Τον ίδιο, ωστόσο, ακόμη τον αναζητούσαν. Τότε συνειδητοποίησα πόσο πολύ είχα προοδεύσει.
Στη Θεσσαλονίκη γνώρισα και τον άντρα μου και ένιωσα αμέσως την ανάγκη να μοιραστώ μαζί του την περίεργη διαδρομή μου. Ο Στέφανος τα είδε όλα αυτά σαν ένα διασκεδαστικό παιχνίδι. Ένα χαριτωμένο ταλέντο που δε μπορεί να μετρήσει σοβαρά στον πραγματικό κόσμο. «Ποιον πραγματικό κόσμο;», προσπαθούσα να του εξηγήσω. Αν αυτά που νιώθουμε και ζούμε δεν είναι παρά μια εικόνα που πίσω της υπάρχουν πράγματα ακατανόητα για τα μάτια μας, τότε αυτά που ακούμε μοιάζουν με απλά παιδικά τραγουδάκια μπροστά στις περίπλοκες συνθέσεις που κρύβονται, τι να πω, σε άλλους πλανήτες και άλλους γαλαξίες.
Ε! εκείνος πίστευε μόνο ότι μπορούσε να αποδειχτεί και οι αποδείξεις στη δική μου περίπτωση θέλανε χρόνο, άσε που μπορεί να μην εμφανίζονταν και ποτέ. Όμως εγώ τον Στέφανο, παρά τις αμφιβολίες του για κάτι τόσο σημαντικό, τον διάλεξα όχι γιατί ήτανε κελεπούρι, έξυπνος, καλοβαλμένος και κυρίως πολύ ερωτευμένος. Τον διάλεξα ακριβώς για τη φωνή του εν αγνοία του. Η φωνή του γέμιζε τον τόπο σαν μια μουσική συμφωνία. Ήχοι όμορφοι που μεταβάλλονταν, που εκτείνονταν από το γέλιο μέχρι το κλάμα. Γιατί γελούσαμε πολύ μαζί και γιατί κάποιοι απ’ αυτούς βγαίνανε από μια βαθιά ανεξιχνίαστη μελαγχολία που μου έφερνε δάκρυα στα μάτια, που έκανε την ερωτική μας ζωή μια περιήγηση σε πυκνό δάσος μέσα στη νύχτα με μια στάλα φεγγάρι, ίσα για να τον εντοπίζω πλάι μου. Ο ήχος, ωστόσο, που εντυπωνότανε πιο πολύ μέσα μου ήταν όταν μου μίλαγε κοιτώντας με ταυτόχρονα στα μάτια. Ήχος ανάλαφρος, ανεμπόδιστος, χαρούμενος, πουλιών που πετούσαν πάνω από γαλήνια λίμνη. Είχα αράξει σ’ αυτή τη λίμνη και γύρισα μαζί του στην πόλη μου που ήταν και δική του πόλη και σκέφτηκα πως, που θα πάει, θα με καταλάβει και δε σταμάτησα να τον ζαλίζω, να τον υποχρεώνω ν’ ακούει κι αυτός τα μυστήρια ηχητικά μηνύματα που τόσο εύκολα λάμβανα γύρω μου.
Μας αρέσει να υποκρινόμαστε. Το έχω δει το έργο τόσες φορές που το συνήθισα, δε μου κάνει καμιά εντύπωση. Λοιπόν, καλύτερα που έγινε αυτό που έγινε, για να καταλάβω πως μερικά πράγματα δε συνηθίζονται και πως πρέπει να τα πολεμάς. Ήταν το βράδυ που πήγα να πάρω το Στέφανο από την υπηρεσία του. Ως αξιωματικός της ασφάλειας είχε βάρδιες κι εκείνη τη φορά τελείωνε στις έντεκα. Είχε χαλάσει το αυτοκίνητό του και πέρασα με το δικό μου μα δεν είχε ξεμπερδέψει ακόμη γι αυτό κι ανέβηκα να τον περιμένω. Κουβέντιαζε με δυο άντρες στο γραφείο του, έναν ένστολο κι έναν άλλο ντυμένο με ένα προσεγμένο γκρι παντελόνι κι ένα ωραίο λευκό πουκάμισο.
Τον ένστολο δε χρειάστηκα πολύ ώρα να τον ακούσω για να καταλάβω πως είχα να κάνω με μια κλασική περίπτωση ανθρώπου κουρασμένου και αγχωμένου που ήθελε να κάνει σωστά τη δουλειά του, ήθελε και να ξεκουραστεί. Ο άλλος όμως, ήταν κάτι το απερίγραπτο. Η φωνή του έβγαζε σφυρίγματα και κροταλίσματα σαν αυτά των φιδιών κι ο τρόπος που έκλεινε πεισματικά τα φωνήεντα μέσα στα σύμφωνα, τα μάγκωνε στην κυριολεξία, τα εκβίαζε, αυτό έκανε, με τάραξαν ιδιαίτερα. Χειρότερους ήχους δεν είχα ακούσει μέχρι τότε. Μιλούσε μ’ ένα ύφος αυτάρεσκο για μια περίεργη υπόθεση μα δεν έδωσα και μεγάλη σημασία στα λόγια του γιατί με αυτό τον τόνο που συνέχιζε με είχε ήδη μεταφέρει σε καταγώγια και κρησφύγετα με ύποπτες συναλλαγές. Σπηλαιώδης η φωνή του, μ’ ένα φύσημα όπως όταν μετράς μάτσο τα βρώμικα χαρτονομίσματα και το άγριο γέλιο του ίδιο ουρλιαχτό ύαινας έτοιμης να κατασπαράξει το θύμα της. Η εμφάνισή του δεν πρόδιδε και πολλά όμως δεν χρειαζόμουν και τίποτα παραπάνω. Όταν τον είδα να φεύγει με έπιασε τέτοιος εκνευρισμός που έπεσα πάνω στο Στέφανο και τον εκλιπαρούσα να μην τον αφήσει, να τον πιάσει επιτόπου και να τον κλείσει στο πιο σκοτεινό μπουντρούμι.
Ίσως να είχε καταπιεστεί πολύ μαζί μου, να είχε κουραστεί μ’ αυτή την επιμονή μου με τις φωνές αφού, όταν έφτασα σ’ αυτό το σημείο, θύμωσε για πρώτη φορά τόσο πολύ. «Τελικά, δεν είσαι καλά», μου είπε. «Αυτός ο άνθρωπος που τον παρουσιάζεις εγκληματία, σε πληροφορώ ότι είναι αστυνομικός και μάλιστα πολύ καλός. Το ότι φοράει πολιτικά σου δημιούργησε λάθος εντυπώσεις. Σύνελθε Μάγδα, σύνελθε. Δε θέλω να ξανακούσω τις τρέλες σου». Αυτό ήταν! Όλη μας η ζωή άλλαξε από κείνη τη βραδιά. Έκοψε τις απορίες και το παιχνίδι γύρω από τις φωνές σταμάτησε απότομα. Ήμουν σίγουρη πως δεν έκανα λάθος για το «φίλο» του, ήμουν σίγουρη ότι κάποια στιγμή θα καταλάβει, όμως σιγά-σιγά η θλίψη πως δε με πίστευε —το ένιωθα στη φωνή του— με κυρίευσε άσχημα, δε με άφηνε να συνεχίσω τη ζωή μου. Ένα βάρος κάθισε πάνω στην καρδιά μου και δεν έλεγε να φύγει. Σταμάτησα να του μιλάω, να μιλάω σε οποιονδήποτε γενικά. Σταμάτησα να δουλεύω και να βγαίνω από το σπίτι. Καλύτερα να μην ακούω παρά να υποκρίνομαι πως δεν ακούω. Με πήγε σε γιατρό και πείστηκα να μπω για ένα μικρό διάστημα σε μια κλινική. Ίσως το είχα παρακάνει κι εγώ. Ας ηρεμούσαμε για λίγο.
Οι δικοί μου συμφώνησαν πως ήταν η καλύτερη λύση και άφησαν να με πλακώσουν στα φάρμακα για να συνέλθω. Στην αρχή τα δέχτηκα, μα μια νάρκη άρχισε να βαραίνει αφόρητα τα μέλη μου και οι φωνές των γιατρών και των νοσοκόμων γύρω μου έχασαν τη μοναδικότητά τους. Υπέφερα στην προσπάθεια μου να ξεχωρίσω, στην προσπάθεια να μη μπερδευτώ και βγάλω λάθος συμπεράσματα. Τι κρίμα! Η μέθοδος που μου πρότειναν για να ξαναγίνω καλά, μου στερούσε την ακοή μου, την πιο μεγάλη μου δύναμη. Και όπως σωστά λένε, ποιος τυφλός δε θέλει το φως του; Ποιος κουφός δε θέλει την ακοή του; Έτσι, υποκρίνομαι κι εγώ πως τα παίρνω και έχω ξαναβρεί τον κόσμο μου κι ας δυσκολεύεται να έρθει ο Στέφανος να με δει.
Από ’κει που ερχόταν κάθε μέρα, μείωσε τις επισκέψεις του σε δυο-τρεις μέσα στην εβδομάδα. «Δουλειές», μου δικαιολογήθηκε. «Σκουρύνανε τα πράγματα. Το τμήμα δεινοπαθεί», μα εγώ ξέρω πως απογοητεύτηκε πάλι γιατί μια μέρα μου ξέφυγε και τον ρώτησα αν πιάσανε εκείνη τη γελαστή ύαινα, τον πολύ καλό συνάδελφό του. Λες και τον χτύπησα με ηλεκτρικό ρεύμα. Δε θα του ξαναπώ τίποτε αλλά δε θα υποκριθώ και στον εαυτό μου. Το χρωστάω σ’ αυτό που μου χαρίστηκε έτσι απλόχερα να μην το εγκαταλείψω. Στο κάτω-κάτω δεν είναι όλες οι φωνές φτιαγμένες για την καταστροφή. Άκουσα κι εδώ στην κλινική μερικές αγγελικές κι ύστερα έχω τη βεβαιότητα πως ο Στέφανος θα ηρεμήσει, θα το ξεπεράσει, θα ξαναβγάλει εκείνους τους χαρούμενους ήχους των πουλιών και θα με πάρει να πετάξουμε πάλι πάνω από τη γαλήνια λίμνη.
******
Η ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1959. Αποφοίτησε από το Γαλλικό Τμήμα τής Φιλοσοφικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Αθηνών κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Εκπαίδευση Ενηλίκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Υπηρέτησε ως στέλεχος στη δημόσια διοίκηση (Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης) σε θέματα οργάνωσης, διοίκησης και ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού. Έχει επίσης πολυετή εκπαιδευτική εμπειρία στη διδασκαλία τής γαλλικής γλώσσας και σε θέματα δυναμικής τής ομάδας, συναισθηματικής νοημοσύνης και συμβουλευτικής στην εκπαίδευση. Έχει συμμετάσχει στη συγγραφή εκπαιδευτικού υλικού και στην εξέταση εργασιών σπουδαστών της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης. Σήμερα είναι συνταξιούχος, αλλά ασχολείται περιστασιακά με προγράμματα Εκπαίδευσης Ενηλίκων.
Ομορφο και πειστικο. Σαν η αγαπητη συγγραφεας να γνωριζει αυτη τη μυστικη γλωσσα των ηχων!
ΑπάντησηΔιαγραφήDo you need Personal Finance?
ΑπάντησηΔιαγραφήBusiness Cash Finance?
Unsecured Finance
Fast and Simple Finance?
Quick Application Process?
Finance. Services Rendered include,
*Debt Consolidation Finance
*Business Finance Services
*Personal Finance services Help
contact us today and get the best lending service
personal cash business cash just email us below
Contact Us: financialserviceoffer876@gmail.com
call or add us on what's app +918929509036